- πρόπυργοι
- πρόπυργοςoffered for the towersmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόπυργος — ον, Α αυτός που προσφέρεται ή τελείται υπέρ τών πύργων, δηλ. υπέρ τής πόλεως («ἰὼ πρόπυργοι θυσίαι πατρὸς πολυκανεῑς βοτῶν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek